αποδοτικός
Greek
Adjective
αποδοτικός • (apodotikós) m (feminine αποδοτική, neuter αποδοτικό)
Declension
Declension of αποδοτικός
| number case \ gender |
singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αποδοτικος • | αποδοτικη • | αποδοτικο • | αποδοτικοι • | αποδοτικες • | αποδοτικα • |
| genitive | αποδοτικου • | αποδοτικης • | αποδοτικου • | αποδοτικων • | αποδοτικων • | αποδοτικων • |
| accusative | αποδοτικο • | αποδοτικη • | αποδοτικο • | αποδοτικους • | αποδοτικες • | αποδοτικα • |
| vocative | αποδοτικε • | αποδοτικη • | αποδοτικο • | αποδοτικοι • | αποδοτικες • | αποδοτικα • |
| derivations | Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αποδοτικός, etc.) Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αποδοτικός, etc.) | |||||
Degrees of comparison by suffixation
| comparative | singular | plural | ||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| masculine | feminine | neuter | masculine | feminine | neuter | |
| nominative | αποδοτικότερος • | αποδοτικότερη • | αποδοτικότερο • | αποδοτικότεροι • | αποδοτικότερες • | αποδοτικότερα • |
| genitive | αποδοτικότερου • | αποδοτικότερης • | αποδοτικότερου • | αποδοτικότερων • | αποδοτικότερων • | αποδοτικότερων • |
| accusative | αποδοτικότερο • | αποδοτικότερη • | αποδοτικότερο • | αποδοτικότερους • | αποδοτικότερες • | αποδοτικότερα • |
| vocative | αποδοτικότερε • | αποδοτικότερη • | αποδοτικότερο • | αποδοτικότεροι • | αποδοτικότερες • | αποδοτικότερα • |
| derivations | relative superlative: ο + comparative forms (eg "ο αποδοτικότερος", etc) | |||||
Related terms
- αποδοτικότητα (apodotikótita, “efficiency, performance, productivity”)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.